- πελτοφόρος
- -ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροιπελταστές («πελτοφόροι ιππείς» — ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς.[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + -φόρος*].
Dictionary of Greek. 2013.