πελτοφόρος

πελτοφόρος
-ον και πελτοφόρας και πελταφόρας, Α
1. αυτός που φέρει μικρή ασπίδα, πέλτη
2. (στον πληθ. το αρσ. ως ουσ.) oἱ πελτοφόροι
πελταστές («πελτοφόροι ιππείς» — ελαφρώς οπλισμένοι ιππείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλτη / πέλτᾱ + -φόρος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πελτοφόροι — πελτοφόρος bearing a target masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόροις — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρου — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρους — πελτοφόρος bearing a target masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελτοφόρων — πελτοφόρος bearing a target masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”